Είμαστε πάντα και αυτό που βλέπουν οι άλλοι σε εμάς. Μας συνδιαμορφώνει η εικόνα του ειδώλου μας στα μάτια τους. Αλλά και μας μορφώνει: καταλαβαίνουμε καλύτερα πώς αυτά που μας συμβαίνουν αντανακλούν στον γύρω μας κόσμο, ποιες ευρύτερες συνέπειες έχουν, τι έχουμε να περιμένουμε από τις αντιδράσεις των άλλων. Καταλαβαίνουμε καλύτερα τι κάνουμε, τι λένε οι πράξεις και πώς επενεργούν τα λόγια μας.
Ζώντας εδώ και δυο μήνες την πρόσληψη της «Ελλάδας του ΣΥΡΙΖΑ» -γιατί αυτή είναι η πρόσληψη- από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ζυγίζω τις επιπτώσεις της απόστασης. Της πολιτισμικής κυρίως αλλά κι εκείνης που απλώς αποτυπώνεται στις επτά ώρες διαφοράς: ό,τι κρίσιμο στις διαπραγματεύσεις, συνήθως έχει συμβεί όταν εδώ ανοίγεις τον υπολογιστή σου. Επιτείνει την αγωνία η απόσταση αλλά συνάμα επιβάλλει ψυχραιμία. Τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις, μετριούνται στην κλίμακα μιας ιστορίας που διαρκεί περισσότερο και αφορά πολύ περισσότερους, μιας ιστορίας που στην Αμερική τη διαβάζουν με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που έχουμε εμείς συνηθίσει.
Η «Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ» είναι λοιπόν θέμα. Κι είναι βέβαια θέμα γιατί κρίνεται η πρώτη μετά από δεκαετίες ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση σε ευρωπαϊκό κράτος, γιατί για πρώτη φορά αμφισβητείται εκ βάθρων το αυτονόητο της νεοφιλελεύθερης λογικής. Κι αυτό αφορά τους πάντες, καθώς οι πάντες ζουν στον κόσμο αυτού του αυτονόητου - ιδίως εδώ, στην κοιτίδα του.
Είναι φυσικά θέμα κρίσιμο για τους αριστερούς. Κι εδώ συναντά κανείς την άμεσα αλληλέγγυα έγνοια τού «πώς να βοηθήσουμε», την ταύτιση ως προς το τι διακυβεύεται για τα αριστερά κινήματα διεθνώς, αλλά και μια αναζήτηση εξ αντανακλάσεως λύτρωσης, που οδηγεί στις οικείες συζητήσεις για το ποιος στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο πιο ριζοσπαστικός, ποιος θα φέρει τη μεγαλύτερη ρήξη.
Είναι όμως θέμα και για εκείνη την Αμερική που κοιτάζει προς την Ευρώπη, που μέσω μιας τέτοιας σύγκρισης οικοδομεί την ταυτότητά της. Έστω κι αν δεν μιλάει για την Ελλάδα, αν δεν αποδίδει στις ελληνικές εξελίξεις τη διεθνή σημασία που τους αναγνωρίζει η Αριστερά - ακόμα κι αν οι παραστάσεις της σχετικά με τις πολιτισμικές εγγύτητες αφήνουν την Ελλάδα εκτός χάρτη. Κι αυτό είναι ένα παράδοξο που έχει να κάνει με ένα ιδιότροπο αγαθό, τη δημοκρατία.
Κι η Αμερική είναι αλλιώς δημοκρατική, αλλά είναι. Μπορεί ακόμα κι οι θεσμοί αντιπροσώπευσης να υπόκεινται σε μια λογική συναγωνισμού ή ακόμα και αγοράς, αλλά κυριαρχία που να υπερβαίνει την κοινοβουλευτικά εκφρασμένη λαϊκή βούληση δεν είναι νοητή - παραπέμπει σε αποικιακό καθεστώς (που κι αυτό βέβαια διόλου δεν αποκλείεται). Γι' αυτό και η στάση της επίσημης Αμερικής στα θέματα Ελλάδας - Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ακόμα και σε σχέση με το εξοντωτικό ύψος του χρέους. Δεν κρατάει «απλώς» τους τύπους, τους υπερασπίζεται ως ιδεολογικά κρίσιμους.
Κι είναι ιδεολογικά κρίσιμη η αρχή της αυτονομίας γιατί δίνει περιεχόμενο στην τυπική «ισότητα των συνθηκών». Η ψήφος μας πρέπει να είναι δική μας, να είναι ίση με κάθε άλλου και να συνεπάγεται μια κοινή απόφαση. Αν αυτό που προκύπτει δεν παίζει κανένα ρόλο, αν άλλα ψηφίζονται κι άλλα επιβάλλονται, το όλο σχήμα καταρρέει. Και μαζί του καταρρέει ο αυτοματισμός της λειτουργίας μιας δημοκρατίας που υπάρχει (και, παρά τις αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες, αντέχει) κυρίως χάρη στη διαρκή επανάληψη των διαδικασιών της.
Πρόκειται για την επανάληψη, που, κατά τον Τοκβίλ, διαπαιδαγωγεί. Κι αυτό έχει μια διπλή σημασία για τα δικά μας τωρινά -και αδιανόητα σχεδόν- δεδομένα.
Αφενός μας θυμίζει πως η δημοκρατική συνείδηση, στάση και πρακτική είναι ένας τρόπος να βιώνουμε την πραγματικότητα, που δημιουργείται και αναπτύσσεται μέσω της ίδιας του της εφαρμογής: η δημοκρατία φτιάχνει δημοκράτες και τώρα αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε.
Αφετέρου μας επισημαίνει πού αυτός ο αυτοματισμός πρέπει με δική μας παρέμβαση να διαρραγεί. Η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να αρνηθεί έμπρακτα αυτό που αναπαράγεται ως αυτονόητο δεδομένο: το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού, που καθιέρωσε ως μοναδικό ιστορικό υποκείμενο την «αγορά». Γι' αυτή μας την άρνηση μας περιεργάζονται άλλωστε από παντού. Γιατί εδώ δεν διακυβεύεται απλώς μια κυβέρνηση ή κάποιοι όροι συμφωνιών. Εδώ διακυβεύεται ο αποφασιστικός κρίκος του ορισμού της δημοκρατίας, ο ορισμός του κυρίαρχου.
Και γι' αυτό, ό,τι και να λέγεται σε σχέση με φόρμες και περιεχόμενα, όποια αίσθηση αναγκαίων και επιβαλλόμενων ρυθμών μεταρρύθμισης κι αν έχουμε, η παραμονή στην κυβέρνηση μιας Αριστεράς που επιμένει πως υπάρχει ζωή (κι ελευθερία) και μετά την αγορά, μετά τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά και μετά τον καπιταλισμό, είναι το αποφασιστικό ζήτημα. Για να σπάσει την τυφλή, κενή, επανάληψη και να διαπαιδαγωγήσει σε μορφές βαθύτερης δημοκρατίας ήδη διά της ύπαρξής της.
Άρεσε αυτός ο Τοκβίλ στον Σταύρο και επέμενε να μας τον θυμίζει. Κι η δημοκρατία της Αριστεράς μάς τον φέρνει πάντα στο νου, τον Σταύρο, φίλο.

___________